ζόρισμα

ζόρισμα
το принуждение, насилие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζόρισμα" в других словарях:

  • ζόρισμα — το [ζορίζω] πίεση, καταναγκασμός, εκβιασμός …   Dictionary of Greek

  • ζόρισμα — το, ατος πίεση, καταναγκασμός, δυσκολία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση …   Dictionary of Greek

  • πίεση — η 1. η πράξη του πιέζω, κατάσταση: Πίεση ατμοσφαιρική, υδροστατική, αρτηριακή. 2. μτφ., εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: Ασκείται πίεση στους μάρτυρες να μην πουν την αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»